- ονειρεμένος
- -η, -ο [ονειρεύομαι]1. αυτός που μοιάζει με όνειρο2. αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο3. μτφ. μαγευτικός, ωραιότατος, έξοχος, εξαίσιος («καὶ καρτερούν τα μάγια, που πάνε... τους ανθρώπους σ' ονειρεμένους τόπους», Παλαμ.).επίρρ...ονειρεμέναμε ονειρεμένο τρόπο, ονειρωδώς.
Dictionary of Greek. 2013.